Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Αεροδρόμιο


Έξω ο αέρας φυσούσε και η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Κάπου κάπου το γυρνούσε σε χαλάζι μα μετά η βροχή επέστρεφε δυνατότερη. Πλησίασε την τζαμαρία και κοίταξε έξω. Σκοτάδι μα τα φώτα μερικών αεροπλάνων διακρίνονταν. Ήταν η πέμπτη ώρα που περνούσε σε αυτήν την παγωμένη αίθουσα αναμονής. Και απ’ ότι φαινόταν θα ακολουθούσαν κι άλλες, κι άλλες… Κάπου χίλια χιλιόμετρα βορειότερα η βροχή είχε από ώρα μετατραπεί σε χιόνι που έπεφτε και έστρωνε παχύ χαλί στους αεροδιαδρόμους. Μα τα αεροπλάνα δεν χρειάζονται χαλί για να προσγειωθούν…
            Γύρισε στην καρέκλα της, έπιασε ένα περιοδικό μα τα γράμματα χόρευαν μπροστά στα μάτια της. Τα έκλεισε. Τίποτα. Λευκό. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Κοίταξε γύρω της την αίθουσα για 854η φορά. Αν της έλεγες να την περπατήσει με κλειστά τα μάτια χωρίς να σκοντάψει πουθενά, θα το έκανε πανεύκολα.
            Σηκώθηκε, προχώρησε. Μερικές καρέκλες παρακάτω το βλέμμα της συνάντησε κάποιον γνωστό. Μα, ποιος ήταν αυτός; Τον ξανακοίταξε μα τώρα δεν της φάνηκε και πολύ γνωστός. Για την ακρίβεια, της ήταν παντελώς άγνωστος. Κρίμα όμως… Τον κοίταξε καλύτερα. Ψηλός φαινόταν μα όχι άχαρος, το αντίθετο. Μελαχρινός, αξύριστος, με γυαλιά. Φορούσε μαύρο παντελόνι, πουκάμισο και καρό πουλόβερ. Και ήταν πάνω κάτω στην ηλικία της!
            Προχώρησε προς την απέναντι τζαμαρία για να μην καρφωθεί και κοίταξε πάλι έξω. Το σκηνικό ίδιο. Η αίθουσα καθρεφτιζόταν στο τζάμι. Κοίταξε πάλι τον νεαρό… μα  εκείνος δεν ήταν πια στη θέση του. Ήρθε  προς το μέρος της, στάθηκε δίπλα της και κοίταξε και αυτός έξω από την τζαμαρία χωρίς να πει τίποτα. Τελικά ήταν όντως ψηλός. Τον κοίταξε μέσα από το τζάμι. Την κοίταξε και αυτός και της χαμογέλασε. Χαμογέλασε και εκείνη.
«Άσχημος καιρός απόψε», της είπε.
«Πράγματι. Δεν μας βλέπω να ταξιδεύουμε.»
«Θεσσαλονίκη και εσύ;»
«Ναι! Κι εσύ;»
«Και εγώ. Τέλος οι διακοπές! Δεν πειράζει, φτάνει τόσο».
«Ήρθες στους δικούς σου για τις γιορτές;»
«Ήρθα σε έναν φίλο μου για τις γιορτές, δεν είμαι από ‘δω. Εσύ από εδώ είσαι;»
«Ουου, μεγάλη ιστορία, τι να σου εξηγώ.»
«Και τι φοβάσαι, ότι δεν θα προλάβουμε;»
«Εντάξει, θα σου πω αλλά να θυμάσαι, εσύ το ζήτησες.»
            Προσπάθησε να του εξηγήσει όσο πιο σύντομα μπορούσε και η συζήτηση συνεχίστηκε. Έκαναν μια βόλτα στην αίθουσα, πλησίασαν κάποιον υπάλληλο. Τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν αν επρόκειτο να πετάξουν απόψε. «Τι να σας πω, ότι ξέρετε, ξέρω», τους είπε και απομακρύνθηκε βιαστικά. Εκείνος την κοίταξε και της χαμογέλασε. «Δεν καθόμαστε καλύτερα;». Βρήκαν δυο θέσεις, μακριά από τους υπόλοιπους επιβάτες  και κάθισαν.
            Είχαν περάσει ώρες ή μόνο μερικά λεπτά; Δεν είχε ιδέα. Δεν είχε σημασία. Δεν είχαν σταματήσει να κουβεντιάζουν. Εκείνος ήταν τόσο έξυπνος, τόσο ευγενικός, τόσο καλλιεργημένος, με τέτοιο υπέροχο χιούμορ. Κάποτε, κάποια φωνή  ανήγγειλε ότι άρχισε η επιβίβαση για την πτήση τους μα την άκουσε σαν σε όνειρο.
«Λοιπόν φαίνεται ότι θα φύγουμε τελικά» της είπε μα δεν φαινόταν πολύ χαρούμενος. «Τι λες, θες να μου δώσεις τον αριθμό σου να σε πάρω να βγούμε;»
Έβγαλε το κινητό της για να του τον πει. Το μάτι της έπεσε στο ρολόι. Δύο και μισή. Χαμογέλασε. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάτι καλύτερο για αυτήν την μέρα.
«Τι σκέφτεσαι;» την ρώτησε.
«Σήμερα είναι τα γενέθλια μου!»



Τσιακίρη Ειρήνη
7/1/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου